- τέτοκεν
- τίκτωbring into the worldperf ind act 3rd sgτίκτωbring into the worldplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκιδικός — ή, ό / χαλκιδικός, ή, όν, ΝΜΑ [Χαλκίς, ίδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Χαλκίδα ή αυτός που προέρχεται από τη Χαλκίδα («τὸ χαλκιδικὸν γένος», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το χαλκιδικόν (στην αρχ. αρχιτ.) είδος στενού προστώου πριν από την … Dictionary of Greek